ἀλαλητός — shout of victory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάλητος — unspeakable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλητός — ο (Α ἀλαλητὸς) [ἀλαλά] δυνατός θόρυβος, βοή αρχ. 1. κραυγή στρατιωτών, πολεμική ιαχή, αλαλαγμός 2. ισχυρός θόρυβος, βοή, κρότος οργάνων 3. κραυγή πόνου, θρήνος … Dictionary of Greek
αλάλητος — η, ο 1. αυτός που δε λάλησε: Πάνω στο φράχτη στεκόταν αλάλητος ο πετεινός. 2. αυτός που δεν μπορεί να λαληθεί, να ειπωθεί: Του είπε λόγια αλάλητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλαλήτως — ἀλάλητος unspeakable adverbial ἀλάλητος unspeakable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλάλητον — ἀλάλητος unspeakable masc/fem acc sg ἀλάλητος unspeakable neut nom/voc/acc sg ἀ̱λάλητον , ἀλαλάω make dumb imperf ind act 2nd dual (doric aeolic) ἀλαλάω make dumb pres imperat act 2nd dual ἀλαλάω make dumb pres ind act 3rd dual ἀλαλάω make dumb… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλητοῦ — ἀλαλητός shout of victory masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλητῶν — ἀλαλητός shout of victory masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλητῷ — ἀλαλητός shout of victory masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαλητόν — ἀλαλητός shout of victory masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)